περιιόντες

περιιόντες
περϊιόντες , περίειμι 1
to be around
pres part act masc nom/voc pl (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • обьходити — (15*), ЖОУ, ДИТЬ гл. 1. Ходить (среди кого л.): да сѧ очистить чл҃вкъ отъ грѣхъ своихъ и въселитьсѧ б҃ъ въ нь. ˫ако же х҃съ глагола. || Придевѣ азъ и о҃ць и прѣбываниѥ въ немь сътворивѣ. и пакы гл҃еть. въселюсѧ въ нѧ и обьхожѫ (ἐμπεριπατήσω) Изб… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Demenrichter — Die Demenrichter (von Demos, Gemeinde, in Attika Unterabteilung der 10 Phylen, ursprünglich 100, später 174 an der Zahl) waren im antiken Athen ein Richterkollegium, das privatrechtliche Klagen entschied. Dieses Kollegium wurde von… …   Deutsch Wikipedia

  • περίειμι — (I) ΜΑ επιζώ, βρίσκομαι ακόμη στη ζωή (α. «αἱρέεται αὐτὸς περιεῑναι» προτιμά να επιζήσει αυτός, Ηρόδ. β. «ὑπόμνησιν τῶν περιόντων καὶ τῶν κεκοιμημένων», Κωνστ.) αρχ. 1. βρίσκομαι γύρω από κάτι («χωρίον ᾧ κύκλῳ τειχίον περιῆν», Θουκ.) 2. υπερέχω,… …   Dictionary of Greek

  • ραψωδώ — έω, Α [ῥαψῳδός] 1. είμαι ραψωδός, απαγγέλλω ως ραψωδός ενώπιον κοινού ποιήματα άλλων (α. «ἅ τε εὖ ῥαψῳδεῑ καὶ ἅ μή», Πλάτ. β. «οἶμαι γὰρ ἄν παῡσαι τοὺς ἐν τῷ Λυκείῳ ῥαψῳδοῡντας τἀκείνων», Ισοκρ.) 2. απαγγέλλω τα ποιήματά μου (α. «Ἡσίοδον ῥαψωδεῑν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”